διακεκαυμένῃ

διακεκαυμένῃ
διακαίω
burn through
perf part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακεκαυμένη — διακαίω burn through perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκαυμένηι — διακεκαυμένῃ , διακαίω burn through perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίσκιος — ἀμφίσκιος, ον (Α) 1. (για τη διακεκαυμένη ζώνη) αυτός που ρίχνει τη σκιά του προς δύο αντίθετα μέρη (άλλοτε προς τον Βορρά και άλλοτε προς τον Νότο) 2. ο πολύ αποσκιερός, βαθύσκιωτος 3. (το αρσενικό στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφίσκιοι οι… …   Dictionary of Greek

  • διακαίω — (AM διακαίω) 1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος») η θερμή περιοχή τής γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ τού τροπικού τού Καρκίνου και τού τροπικού τού Αιγόκερω 2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Αιγόκερος — (Αστρον.). Αστερισμός του νότιου ημισφαίριου. Το διεθνές όνομά του είναι Capricornus. Βρίσκεται στα νότια των αστερισμών του Δελφίνου και του Ιππάριου. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός με το όνομα του Πάνα. Η φαντασία μάλιστα των αρχαίων του… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • διακεκαυμένος — η, ο διάπυρος, υπερβολικά θερμός: Η «διακεκαυμένη ζώνη» της Γης βρίσκεται στον ισημερινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”